- μετριοπαθές
- μετριοπαθήςmoderating one's passionsmasc/fem voc sgμετριοπαθήςmoderating one's passionsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… … Dictionary of Greek
Γιρονδίνοι — (Girondins). Πολιτική ομάδα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Οι Γ. ονομάστηκαν έτσι γιατί η ομάδα οργανώθηκε στη νομοθετική συνέλευση γύρω από τους βουλευτές του νομού της Γιρόνδης (Gironde). Η ομάδα αυτή –κυριότεροι… … Dictionary of Greek
Γκότα — (Gotha).Πόλη (47.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας στην περιοχή της Ερφούρτης, πρωτεύουσα του παλιού δουκάτου του Σαξ Κοβούργου Γκότα στους πρόποδες του όρους Τιρίνγκερβαλντ. Οι ασφαλιστικές τράπεζες και η εμπορική σχολή της πόλης της είχαν… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Τόμας Γούντροου — (Thomas Woodrow Wilson, Βιρτζίνια 1856 – Ουάσινγκτον 1924). Αμερικανός πολιτικός, ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1912 20). Γιος πρεσβυτεριανού παπά, από το 1885 δίδαξε επί 25 χρόνια νομικά και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια, κυρίως στο Πρίνστον,… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek